- κτέρες
- κτέρες, οἱ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεκροί».[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός, που θεωρήθηκε επινόηση τών γραμματικών για να ερμηνευθεί το κτέρεα «νεκρικές τιμές»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτέρες — κτέρεα funeral gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek